- μπαχάρι
- τό1) индийский перец; 2) см. μπαχαρικό
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαχάρι — το 1. μαύρο πιπέρι 2. κάθε αρωματικό μαγειρικό καρύκευμα 3. θαλασσινή ελαφριά αύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahar] … Dictionary of Greek
μπαχάρι — το ιού (λ. τουρκ.), είδος καρυκεύματος, το ινδικό πιπέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντέιρ ελ-Μπάχαρι — Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, στην αριστερή όχθη του Νείλου, απέναντι στο Κάρνακ, όπου βρίσκεται η θηβαϊκή νεκρόπολη. Στο κέντρο ενός μεγάλου αμφιθεάτρου, το οποίο σχηματίζεται από ένα αντέρεισμα της λιβυκής οροσειράς, βρίσκεται ο ναός που… … Dictionary of Greek
Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του … Dictionary of Greek
Soutzoukakia — (griechisch σουτζουκάκια ‚kleine Soutzouki‘, von türkisch Sucuk)[1] sind griechische … Deutsch Wikipedia
μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά … Dictionary of Greek
Άνουβις — Αιγυπτιακή θεότητα. Γιος της Ίσιδας και του Όσιρη, προστάτης των νεκρών, ο οποίος πρωτοστατούσε στην τελετουργία της ταρίχευσής τους, τους οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο και επέβλεπε στο ζύγισμα των ψυχών στην αίθουσα της Κρίσης. Εικονίζεται ως μαύρος… … Dictionary of Greek
Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 … Dictionary of Greek
Μασπερό, Γκαστόν Καμίγ Σαρλ — (sir Gaston Camille Charles Maspero, 1846 – 1916). Γάλλος αιγυπτιολόγος ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο Εκόλ Νορμάλ, από το οποίο αποφοίτησε το 1866. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του επιδόθηκε με επιτυχία στη μελέτη των ιερογλυφικών, ενώ… … Dictionary of Greek
Μεντουχοτέπ — (Μentuhotep). Όνομα τριών Φαραώ της 11ης αιγυπτιακής δυναστείας (2133 1191 π.Χ.). Ο Μ.Β’ (περ. 2060 2010 π.Χ.) κατόρθωσε να ενοποιήσει την Αίγυπτο, διαλύοντας το βασίλειο της Ηρακλεόπολης. Η Θήβα, η οποία ήταν έως τότε απλώς ένας σημαντικός… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek